Jump to content

σαρκοβόρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σαρκοβόρος (sarkovórosm (feminine σαρκοβόρα, neuter σαρκοβόρο)

  1. carnivorous, meat-eating

Declension

[edit]
Declension of σαρκοβόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σαρκοβόρος (sarkovóros) σαρκοβόρα (sarkovóra) σαρκοβόρο (sarkovóro) σαρκοβόροι (sarkovóroi) σαρκοβόρες (sarkovóres) σαρκοβόρα (sarkovóra)
genitive σαρκοβόρου (sarkovórou) σαρκοβόρας (sarkovóras) σαρκοβόρου (sarkovórou) σαρκοβόρων (sarkovóron) σαρκοβόρων (sarkovóron) σαρκοβόρων (sarkovóron)
accusative σαρκοβόρο (sarkovóro) σαρκοβόρα (sarkovóra) σαρκοβόρο (sarkovóro) σαρκοβόρους (sarkovórous) σαρκοβόρες (sarkovóres) σαρκοβόρα (sarkovóra)
vocative σαρκοβόρε (sarkovóre) σαρκοβόρα (sarkovóra) σαρκοβόρο (sarkovóro) σαρκοβόροι (sarkovóroi) σαρκοβόρες (sarkovóres) σαρκοβόρα (sarkovóra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σαρκοβόρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σαρκοβόρος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]

See also

[edit]