Jump to content

προσεγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Passive perfect participle of προσέχω (prosécho).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.seɣˈme.nos/
  • Hyphenation: προ‧σεγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

προσεγμένος (prosegménosm (feminine προσεγμένη, neuter προσεγμένο)

  1. carefully done/made, neat

Declension

[edit]
Declension of προσεγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσεγμένος (prosegménos) προσεγμένη (prosegméni) προσεγμένο (prosegméno) προσεγμένοι (prosegménoi) προσεγμένες (prosegménes) προσεγμένα (prosegména)
genitive προσεγμένου (prosegménou) προσεγμένης (prosegménis) προσεγμένου (prosegménou) προσεγμένων (prosegménon) προσεγμένων (prosegménon) προσεγμένων (prosegménon)
accusative προσεγμένο (prosegméno) προσεγμένη (prosegméni) προσεγμένο (prosegméno) προσεγμένους (prosegménous) προσεγμένες (prosegménes) προσεγμένα (prosegména)
vocative προσεγμένε (prosegméne) προσεγμένη (prosegméni) προσεγμένο (prosegméno) προσεγμένοι (prosegménoi) προσεγμένες (prosegménes) προσεγμένα (prosegména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσεγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσεγμένος, etc.)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ προσεγμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language