From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly, from Hellenistic Koine Greek προκᾰτᾰβᾰ́λλω ( prokatabállō , “ apply first ” ) . Morphologically, from προ- ( “ before ” ) + καταβάλλω ( “ pay; overcome; exhaust; ” ) .
προκαταβάλλω • (prokatavállo ) (past προκατέβαλα , passive προκαταβάλλομαι )
to pay ( especially pay in advance )
to prepay , pay a deposit , make an advance payment
προκαταβάλλω προκαταβάλλομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
προκαταβάλλω
προκαταβάλω
προκαταβάλλομαι
προκαταβληθώ
2 sg
προκαταβάλλεις
προκαταβάλεις
προκαταβάλλεσαι
προκαταβληθείς
3 sg
προκαταβάλλει
προκαταβάλει
προκαταβάλλεται
προκαταβληθεί
1 pl
προκαταβάλλουμε , [‑ομε ]
προκαταβάλουμε , [‑ομε ]
προκαταβαλλόμαστε
προκαταβληθούμε
2 pl
προκαταβάλλετε
προκαταβάλετε
προκαταβάλλεστε , προκαταβαλλόσαστε
προκαταβληθείτε
3 pl
προκαταβάλλουν (ε )
προκαταβάλουν (ε )
προκαταβάλλονται
προκαταβληθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
προκατέβαλλα
προκατέβαλα
προκαταβαλλόμουν (α )
προκαταβλήθηκα
2 sg
προκατέβαλλες
προκατέβαλες
προκαταβαλλόσουν (α )
προκαταβλήθηκες
3 sg
προκατέβαλλε
προκατέβαλε
προκαταβαλλόταν (ε )
προκαταβλήθηκε
1 pl
προκαταβάλλαμε
προκαταβάλαμε
προκαταβαλλόμασταν , (‑όμαστε )
προκαταβληθήκαμε
2 pl
προκαταβάλλατε
προκαταβάλατε
προκαταβαλλόσασταν , (‑όσαστε )
προκαταβληθήκατε
3 pl
προκατέβαλλαν , προκαταβάλλαν (ε )
προκατέβαλαν , προκαταβάλαν (ε )
προκαταβάλλονταν , (προκαταβαλλόντουσαν )
προκαταβλήθηκαν , προκαταβληθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα προκαταβάλλω ➤
θα προκαταβάλω ➤
θα προκαταβάλλομαι ➤
θα προκαταβληθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα προκαταβάλλεις , …
θα προκαταβάλεις , …
θα προκαταβάλλεσαι , …
θα προκαταβληθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … προκαταβάλει έχω, έχεις, … προκαταβεβλημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … προκαταβληθεί είμαι , είσαι , … προκαταβεβλημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … προκαταβάλει είχα, είχες, … προκαταβεβλημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … προκαταβληθεί ήμουν , ήσουν , … προκαταβεβλημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … προκαταβάλει θα έχω, θα έχεις, … προκαταβεβλημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … προκαταβληθεί θα είμαι, θα είσαι, … προκαταβεβλημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
προκατάβαλλε
προκατάβαλε
—
—
2 pl
προκαταβάλλετε
προκαταβάλετε
προκαταβάλλεστε
προκαταβληθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
προκαταβάλλοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας προκαταβάλει ➤
{προκαταβεβλημένος , ‑η, ‑o} ➤
Nonfinite form➤
προκαταβάλει
προκαταβληθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.