Jump to content

προγραμματισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.ɣɾa.ma.tiˈzme.nos/
  • Hyphenation: προ‧γραμ‧μα‧τι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

προγραμματισμένος (programmatisménosm (feminine προγραμματισμένη, neuter προγραμματισμένο)

  1. passive perfect participle of προγραμματίζω (programmatízo):
    1. planned, scheduled
    2. programmed

Declension

[edit]
Declension of προγραμματισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προγραμματισμένος (programmatisménos) προγραμματισμένη (programmatisméni) προγραμματισμένο (programmatisméno) προγραμματισμένοι (programmatisménoi) προγραμματισμένες (programmatisménes) προγραμματισμένα (programmatisména)
genitive προγραμματισμένου (programmatisménou) προγραμματισμένης (programmatisménis) προγραμματισμένου (programmatisménou) προγραμματισμένων (programmatisménon) προγραμματισμένων (programmatisménon) προγραμματισμένων (programmatisménon)
accusative προγραμματισμένο (programmatisméno) προγραμματισμένη (programmatisméni) προγραμματισμένο (programmatisméno) προγραμματισμένους (programmatisménous) προγραμματισμένες (programmatisménes) προγραμματισμένα (programmatisména)
vocative προγραμματισμένε (programmatisméne) προγραμματισμένη (programmatisméni) προγραμματισμένο (programmatisméno) προγραμματισμένοι (programmatisménoi) προγραμματισμένες (programmatisménes) προγραμματισμένα (programmatisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προγραμματισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προγραμματισμένος, etc.)