From Wiktionary, the free dictionary
προγραμματίζω • (programmatízo ) (past προγραμμάτισα , passive προγραμματίζομαι )
to plan , schedule , organise ( UK ) , organize ( US )
to programme ( UK ) , program ( US )
( computing ) to program
προγραμματίζω προγραμματίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
προγραμματίζω
προγραμματίσω
προγραμματίζομαι
προγραμματιστώ
2 sg
προγραμματίζεις
προγραμματίσεις
προγραμματίζεσαι
προγραμματιστείς
3 sg
προγραμματίζει
προγραμματίσει
προγραμματίζεται
προγραμματιστεί
1 pl
προγραμματίζουμε , [‑ομε ]
προγραμματίσουμε , [‑ομε ]
προγραμματιζόμαστε
προγραμματιστούμε
2 pl
προγραμματίζετε
προγραμματίσετε
προγραμματίζεστε , προγραμματιζόσαστε
προγραμματιστείτε
3 pl
προγραμματίζουν (ε )
προγραμματίσουν (ε )
προγραμματίζονται
προγραμματιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
προγραμμάτιζα
προγραμμάτισα
προγραμματιζόμουν (α )
προγραμματίστηκα , προγραμματίσθηκα
2 sg
προγραμμάτιζες
προγραμμάτισες
προγραμματιζόσουν (α )
προγραμματίστηκες , προγραμματίσθηκες
3 sg
προγραμμάτιζε
προγραμμάτισε
προγραμματιζόταν (ε )
προγραμματίστηκε , προγραμματίσθηκε
1 pl
προγραμματίζαμε
προγραμματίσαμε
προγραμματιζόμασταν , (‑όμαστε )
προγραμματιστήκαμε
2 pl
προγραμματίζατε
προγραμματίσατε
προγραμματιζόσασταν , (‑όσαστε )
προγραμματιστήκατε
3 pl
προγραμμάτιζαν , προγραμματίζαν (ε )
προγραμμάτισαν , προγραμματίσαν (ε )
προγραμματίζονταν , (προγραμματιζόντουσαν )
προγραμματίστηκαν , προγραμματιστήκαν (ε ), προγραμματίσθηκαν
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα προγραμματίζω ➤
θα προγραμματίσω ➤
θα προγραμματίζομαι ➤
θα προγραμματιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα προγραμματίζεις , …
θα προγραμματίσεις , …
θα προγραμματίζεσαι , …
θα προγραμματιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … προγραμματίσει έχω, έχεις, … προγραμματισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … προγραμματιστεί είμαι , είσαι , … προγραμματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … προγραμματίσει είχα, είχες, … προγραμματισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … προγραμματιστεί ήμουν , ήσουν , … προγραμματισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … προγραμματίσει θα έχω, θα έχεις, … προγραμματισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … προγραμματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … προγραμματισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
προγραμμάτιζε
προγραμμάτισε
—
προγραμματίσου
2 pl
προγραμματίζετε
προγραμματίστε
προγραμματίζεστε
προγραμματιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
προγραμματίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας προγραμματίσει ➤
προγραμματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
προγραμματίσει
προγραμματιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.