Jump to content

πολυεπίπεδος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from πολυ- (poly-) +‎ επίπεδ(ο) (epíped(o)) +‎ -ος (-os).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /po.li.eˈpi.pe.ðos/
  • Hyphenation: πο‧λυ‧ε‧πί‧πε‧δος

Adjective

[edit]

πολυεπίπεδος (polyepípedosm (feminine πολυεπίπεδη, neuter πολυεπίπεδο)

  1. multilayered
  2. multilevel

Declension

[edit]
Declension of πολυεπίπεδος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολυεπίπεδος (polyepípedos) πολυεπίπεδη (polyepípedi) πολυεπίπεδο (polyepípedo) πολυεπίπεδοι (polyepípedoi) πολυεπίπεδες (polyepípedes) πολυεπίπεδα (polyepípeda)
genitive πολυεπίπεδου (polyepípedou) πολυεπίπεδης (polyepípedis) πολυεπίπεδου (polyepípedou) πολυεπίπεδων (polyepípedon) πολυεπίπεδων (polyepípedon) πολυεπίπεδων (polyepípedon)
accusative πολυεπίπεδο (polyepípedo) πολυεπίπεδη (polyepípedi) πολυεπίπεδο (polyepípedo) πολυεπίπεδους (polyepípedous) πολυεπίπεδες (polyepípedes) πολυεπίπεδα (polyepípeda)
vocative πολυεπίπεδε (polyepípede) πολυεπίπεδη (polyepípedi) πολυεπίπεδο (polyepípedo) πολυεπίπεδοι (polyepípedoi) πολυεπίπεδες (polyepípedes) πολυεπίπεδα (polyepípeda)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυεπίπεδος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυεπίπεδος, etc.)

References

[edit]
  1. ^ πολυεπίπεδος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language