πολυδιαβασμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From πολυ- (poly-) + διαβασμένος (diavasménos).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]πολυδιαβασμένος • (polydiavasménos) m (feminine πολυδιαβασμένη, neuter πολυδιαβασμένο)
- much-read, widely read (book, author, etc.)
- well-read (person)
- Near-synonym: μορφωμένος (morfoménos)
Declension
[edit]Declension of πολυδιαβασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολυδιαβασμένος • | πολυδιαβασμένη • | πολυδιαβασμένο • | πολυδιαβασμένοι • | πολυδιαβασμένες • | πολυδιαβασμένα • |
genitive | πολυδιαβασμένου • | πολυδιαβασμένης • | πολυδιαβασμένου • | πολυδιαβασμένων • | πολυδιαβασμένων • | πολυδιαβασμένων • |
accusative | πολυδιαβασμένο • | πολυδιαβασμένη • | πολυδιαβασμένο • | πολυδιαβασμένους • | πολυδιαβασμένες • | πολυδιαβασμένα • |
vocative | πολυδιαβασμένε • | πολυδιαβασμένη • | πολυδιαβασμένο • | πολυδιαβασμένοι • | πολυδιαβασμένες • | πολυδιαβασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυδιαβασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυδιαβασμένος, etc.) |
References
[edit]- ^ πολυδιαβασμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language