Jump to content

πολυδιαβασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From πολυ- (poly-) +‎ διαβασμένος (diavasménos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /po.li.ðʝa.vaˈzme.nos/
  • Hyphenation: πο‧λυ‧δια‧βα‧σμέ‧νος

Adjective

[edit]

πολυδιαβασμένος (polydiavasménosm (feminine πολυδιαβασμένη, neuter πολυδιαβασμένο)

  1. much-read, widely read (book, author, etc.)
  2. well-read (person)
    Near-synonym: μορφωμένος (morfoménos)

Declension

[edit]
Declension of πολυδιαβασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολυδιαβασμένος (polydiavasménos) πολυδιαβασμένη (polydiavasméni) πολυδιαβασμένο (polydiavasméno) πολυδιαβασμένοι (polydiavasménoi) πολυδιαβασμένες (polydiavasménes) πολυδιαβασμένα (polydiavasména)
genitive πολυδιαβασμένου (polydiavasménou) πολυδιαβασμένης (polydiavasménis) πολυδιαβασμένου (polydiavasménou) πολυδιαβασμένων (polydiavasménon) πολυδιαβασμένων (polydiavasménon) πολυδιαβασμένων (polydiavasménon)
accusative πολυδιαβασμένο (polydiavasméno) πολυδιαβασμένη (polydiavasméni) πολυδιαβασμένο (polydiavasméno) πολυδιαβασμένους (polydiavasménous) πολυδιαβασμένες (polydiavasménes) πολυδιαβασμένα (polydiavasména)
vocative πολυδιαβασμένε (polydiavasméne) πολυδιαβασμένη (polydiavasméni) πολυδιαβασμένο (polydiavasméno) πολυδιαβασμένοι (polydiavasménoi) πολυδιαβασμένες (polydiavasménes) πολυδιαβασμένα (polydiavasména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυδιαβασμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυδιαβασμένος, etc.)

References

[edit]
  1. ^ πολυδιαβασμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language