Jump to content

μορφωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /moɾ.foˈme.nos/
  • Hyphenation: μορ‧φω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

μορφωμένος (morfoménosm (feminine μορφωμένη, neuter μορφωμένο)

  1. passive perfect participle of μορφώνω (morfóno): educated

Declension

[edit]
Declension of μορφωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μορφωμένος (morfoménos) μορφωμένη (morfoméni) μορφωμένο (morfoméno) μορφωμένοι (morfoménoi) μορφωμένες (morfoménes) μορφωμένα (morfoména)
genitive μορφωμένου (morfoménou) μορφωμένης (morfoménis) μορφωμένου (morfoménou) μορφωμένων (morfoménon) μορφωμένων (morfoménon) μορφωμένων (morfoménon)
accusative μορφωμένο (morfoméno) μορφωμένη (morfoméni) μορφωμένο (morfoméno) μορφωμένους (morfoménous) μορφωμένες (morfoménes) μορφωμένα (morfoména)
vocative μορφωμένε (morfoméne) μορφωμένη (morfoméni) μορφωμένο (morfoméno) μορφωμένοι (morfoménoi) μορφωμένες (morfoménes) μορφωμένα (morfoména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μορφωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μορφωμένος, etc.)

References

[edit]