Jump to content

πολιτειακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πολιτειακός (politeiakósm (feminine πολιτειακή, neuter πολιτειακό)

  1. constitutional, state
  2. (as a noun) state

Declension

[edit]
Declension of πολιτειακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολιτειακός (politeiakós) πολιτειακή (politeiakí) πολιτειακό (politeiakó) πολιτειακοί (politeiakoí) πολιτειακές (politeiakés) πολιτειακά (politeiaká)
genitive πολιτειακού (politeiakoú) πολιτειακής (politeiakís) πολιτειακού (politeiakoú) πολιτειακών (politeiakón) πολιτειακών (politeiakón) πολιτειακών (politeiakón)
accusative πολιτειακό (politeiakó) πολιτειακή (politeiakí) πολιτειακό (politeiakó) πολιτειακούς (politeiakoús) πολιτειακές (politeiakés) πολιτειακά (politeiaká)
vocative πολιτειακέ (politeiaké) πολιτειακή (politeiakí) πολιτειακό (politeiakó) πολιτειακοί (politeiakoí) πολιτειακές (politeiakés) πολιτειακά (politeiaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολιτειακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολιτειακός, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]

See also

[edit]