πληρώνω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek πληρόω (plēróō, “to complete”). For semantic development, compare Hebrew שילם / שִׁלֵּם (shilém, “to pay”, literally “to complete”).
Verb
[edit]πληρώνω • (pliróno) (past πλήρωσα, passive πληρώνομαι)
- to pay (give money for work done or goods received)
- (figuratively) to pay, sacrifice something in exchange for a benefit
- (figuratively) to pay (suffer) for past action
Conjugation
[edit]πληρώνω πληρώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | πληρώνω | πληρώσω | πληρώνομαι | πληρωθώ |
2 sg | πληρώνεις | πληρώσεις | πληρώνεσαι | πληρωθείς |
3 sg | πληρώνει | πληρώσει | πληρώνεται | πληρωθεί |
1 pl | πληρώνουμε, [‑ομε] | πληρώσουμε, [‑ομε] | πληρωνόμαστε | πληρωθούμε |
2 pl | πληρώνετε | πληρώσετε | πληρώνεστε, πληρωνόσαστε | πληρωθείτε |
3 pl | πληρώνουν(ε) | πληρώσουν(ε) | πληρώνονται | πληρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | πλήρωνα | πλήρωσα | πληρωνόμουν(α) | πληρώθηκα |
2 sg | πλήρωνες | πλήρωσες | πληρωνόσουν(α) | πληρώθηκες |
3 sg | πλήρωνε | πλήρωσε | πληρωνόταν(ε) | πληρώθηκε |
1 pl | πληρώναμε | πληρώσαμε | πληρωνόμασταν, (‑όμαστε) | πληρωθήκαμε |
2 pl | πληρώνατε | πληρώσατε | πληρωνόσασταν, (‑όσαστε) | πληρωθήκατε |
3 pl | πλήρωναν, πληρώναν(ε) | πλήρωσαν, πληρώσαν(ε) | πληρώνονταν, (πληρωνόντουσαν) | πληρώθηκαν, πληρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα πληρώνω ➤ | θα πληρώσω ➤ | θα πληρώνομαι ➤ | θα πληρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα πληρώνεις, … | θα πληρώσεις, … | θα πληρώνεσαι, … | θα πληρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … πληρώσει έχω, έχεις, … πληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … πληρωθεί είμαι, είσαι, … πληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … πληρώσει είχα, είχες, … πληρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … πληρωθεί ήμουν, ήσουν, … πληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … πληρώσει θα έχω, θα έχεις, … πληρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … πληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … πληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | πλήρωνε | πλήρωσε | — | πληρώσου |
2 pl | πληρώνετε | πληρώστε | πληρώνεστε | πληρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | πληρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας πληρώσει ➤ | πληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | πληρώσει | πληρωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αδροπληρώνω (adropliróno, “to pay handsomely”)
- ακριβοπληρώνω (akrivopliróno, “to pay a high price”)
- αναπληρώνω (anapliróno, “to replace, to substitute”)
- αξεπλέρωτος (axeplérotos, “unpaid, unsettled”)
- αξεπλήρωτος (axeplírotos, “unpaid, unsettled”)
- αποπληρώνω (apopliróno)
- εκπληρώνω (ekpliróno)
- ξεπληρώνω (xepliróno)
- πληρωμή f (pliromí, “payment”)
- προπληρώνω (propliróno, “to replace, to substitute”)
- συμπληρώνω (sympliróno)