From Wiktionary, the free dictionary
ακριβο- ( akrivo- , “ valued ” ) + πληρώνω ( pliróno , “ to buy ” )
IPA (key ) : /a.kri.vo.pliˈɾo.no/
Hyphenation: α‧κρι‧βο‧πλη‧ρώ‧νω
ακριβοπληρώνω • (akrivopliróno ) (past ακριβοπλήρωσα , passive ακριβοπληρώνομαι )
to buy at a high price , buy dearly , make a sacrifice
to pay handsomely
ακριβοπληρώνω ακριβοπληρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ακριβοπληρώνω
ακριβοπληρώσω
ακριβοπληρώνομαι
ακριβοπληρωθώ
2 sg
ακριβοπληρώνεις
ακριβοπληρώσεις
ακριβοπληρώνεσαι
ακριβοπληρωθείς
3 sg
ακριβοπληρώνει
ακριβοπληρώσει
ακριβοπληρώνεται
ακριβοπληρωθεί
1 pl
ακριβοπληρώνουμε , [‑ομε ]
ακριβοπληρώσουμε , [‑ομε ]
ακριβοπληρωνόμαστε
ακριβοπληρωθούμε
2 pl
ακριβοπληρώνετε
ακριβοπληρώσετε
ακριβοπληρώνεστε , ακριβοπληρωνόσαστε
ακριβοπληρωθείτε
3 pl
ακριβοπληρώνουν (ε )
ακριβοπληρώσουν (ε )
ακριβοπληρώνονται
ακριβοπληρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ακριβοπλήρωνα
ακριβοπλήρωσα
ακριβοπληρωνόμουν (α )
ακριβοπληρώθηκα
2 sg
ακριβοπλήρωνες
ακριβοπλήρωσες
ακριβοπληρωνόσουν (α )
ακριβοπληρώθηκες
3 sg
ακριβοπλήρωνε
ακριβοπλήρωσε
ακριβοπληρωνόταν (ε )
ακριβοπληρώθηκε
1 pl
ακριβοπληρώναμε
ακριβοπληρώσαμε
ακριβοπληρωνόμασταν , (‑όμαστε )
ακριβοπληρωθήκαμε
2 pl
ακριβοπληρώνατε
ακριβοπληρώσατε
ακριβοπληρωνόσασταν , (‑όσαστε )
ακριβοπληρωθήκατε
3 pl
ακριβοπλήρωναν , ακριβοπληρώναν (ε )
ακριβοπλήρωσαν , ακριβοπληρώσαν (ε )
ακριβοπληρώνονταν , (ακριβοπληρωνόντουσαν )
ακριβοπληρώθηκαν , ακριβοπληρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ακριβοπληρώνω ➤
θα ακριβοπληρώσω ➤
θα ακριβοπληρώνομαι ➤
θα ακριβοπληρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ακριβοπληρώνεις , …
θα ακριβοπληρώσεις , …
θα ακριβοπληρώνεσαι , …
θα ακριβοπληρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ακριβοπληρώσει έχω, έχεις, … ακριβοπληρωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ακριβοπληρωθεί είμαι , είσαι , … ακριβοπληρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ακριβοπληρώσει είχα, είχες, … ακριβοπληρωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ακριβοπληρωθεί ήμουν , ήσουν , … ακριβοπληρωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ακριβοπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … ακριβοπληρωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ακριβοπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ακριβοπληρωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ακριβοπλήρωνε
ακριβοπλήρωσε
—
ακριβοπληρώσου
2 pl
ακριβοπληρώνετε
ακριβοπληρώστε
ακριβοπληρώνεστε
ακριβοπληρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ακριβοπληρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ακριβοπληρώσει ➤
ακριβοπληρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ακριβοπληρώσει
ακριβοπληρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.