From Wiktionary, the free dictionary
αδροπληρώνω • (adropliróno ) (past αδροπλήρωσα , passive αδροπληρώνομαι )
to overpay , pay handsomely
αδροπληρώνω αδροπληρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αδροπληρώνω
αδροπληρώσω
αδροπληρώνομαι
αδροπληρωθώ
2 sg
αδροπληρώνεις
αδροπληρώσεις
αδροπληρώνεσαι
αδροπληρωθείς
3 sg
αδροπληρώνει
αδροπληρώσει
αδροπληρώνεται
αδροπληρωθεί
1 pl
αδροπληρώνουμε , [‑ομε ]
αδροπληρώσουμε , [‑ομε ]
αδροπληρωνόμαστε
αδροπληρωθούμε
2 pl
αδροπληρώνετε
αδροπληρώσετε
αδροπληρώνεστε , αδροπληρωνόσαστε
αδροπληρωθείτε
3 pl
αδροπληρώνουν (ε )
αδροπληρώσουν (ε )
αδροπληρώνονται
αδροπληρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αδροπλήρωνα
αδροπλήρωσα
αδροπληρωνόμουν (α )
αδροπληρώθηκα
2 sg
αδροπλήρωνες
αδροπλήρωσες
αδροπληρωνόσουν (α )
αδροπληρώθηκες
3 sg
αδροπλήρωνε
αδροπλήρωσε
αδροπληρωνόταν (ε )
αδροπληρώθηκε
1 pl
αδροπληρώναμε
αδροπληρώσαμε
αδροπληρωνόμασταν , (‑όμαστε )
αδροπληρωθήκαμε
2 pl
αδροπληρώνατε
αδροπληρώσατε
αδροπληρωνόσασταν , (‑όσαστε )
αδροπληρωθήκατε
3 pl
αδροπλήρωναν , αδροπληρώναν (ε )
αδροπλήρωσαν , αδροπληρώσαν (ε )
αδροπληρώνονταν , (αδροπληρωνόντουσαν )
αδροπληρώθηκαν , αδροπληρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αδροπληρώνω ➤
θα αδροπληρώσω ➤
θα αδροπληρώνομαι ➤
θα αδροπληρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αδροπληρώνεις , …
θα αδροπληρώσεις , …
θα αδροπληρώνεσαι , …
θα αδροπληρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αδροπληρώσει έχω, έχεις, … αδροπληρωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αδροπληρωθεί είμαι , είσαι , … αδροπληρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αδροπληρώσει είχα, είχες, … αδροπληρωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αδροπληρωθεί ήμουν , ήσουν , … αδροπληρωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αδροπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αδροπληρωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αδροπλήρωνε
αδροπλήρωσε
—
αδροπληρώσου
2 pl
αδροπληρώνετε
αδροπληρώστε
αδροπληρώνεστε
αδροπληρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αδροπληρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αδροπληρώσει ➤
αδροπληρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αδροπληρώσει
αδροπληρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.