Jump to content

αδρομισθία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αδρομισθία (adromisthíaf (plural αδρομισθίες)

  1. exceptionally large wage, salary or fee

Declension

[edit]
Declension of αδρομισθία
singular plural
nominative αδρομισθία (adromisthía) αδρομισθίες (adromisthíes)
genitive αδρομισθίας (adromisthías) αδρομισθιών (adromisthión)
accusative αδρομισθία (adromisthía) αδρομισθίες (adromisthíes)
vocative αδρομισθία (adromisthía) αδρομισθίες (adromisthíes)
[edit]