Jump to content

περαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From περνάω, περνώ (pernáo, pernó, pass) + -τικός (-tikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pe.ɾa.stiˈkos/
  • Hyphenation: πε‧ρα‧στι‧κός

Adjective

[edit]

περαστικός (perastikósm (feminine περαστική, neuter περαστικό)

  1. passer-by
  2. passing, of passage
    Περαστικά πουλιά φαίνεται πως απαντούν την άνοιξη.
    Perastiká pouliá faínetai pos apantoún tin ánoixi.
    Birds of passage are seen in spring.
  3. ephemeral, brief
  4. casual

Declension

[edit]
Declension of περαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative περαστικός (perastikós) περαστική (perastikí) περαστικό (perastikó) περαστικοί (perastikoí) περαστικές (perastikés) περαστικά (perastiká)
genitive περαστικού (perastikoú) περαστικής (perastikís) περαστικού (perastikoú) περαστικών (perastikón) περαστικών (perastikón) περαστικών (perastikón)
accusative περαστικό (perastikó) περαστική (perastikí) περαστικό (perastikó) περαστικούς (perastikoús) περαστικές (perastikés) περαστικά (perastiká)
vocative περαστικέ (perastiké) περαστική (perastikí) περαστικό (perastikó) περαστικοί (perastikoí) περαστικές (perastikés) περαστικά (perastiká)

Derived terms

[edit]
  • περαστικά (perastiká, in a passing, brief manner; wish for quick recovery, adverb)