Jump to content

παρατηρητήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

παρατηρώ (paratiró) +‎ -τήριο (-tírio), with semantic loan from French observatoire.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pa.ɾa.ti.ɾiˈti.ɾi.o/
  • Hyphenation: πα‧ρα‧τη‧ρη‧τή‧ρι‧ο

Noun

[edit]

παρατηρητήριο (paratiritírion (plural παρατηρητήρια)

  1. observation post, lookout, observatory
  2. (nautical) crow's nest

Declension

[edit]
Declension of παρατηρητήριο
singular plural
nominative παρατηρητήριο (paratiritírio) παρατηρητήρια (paratiritíria)
genitive παρατηρητηρίου (paratiritiríou)
παρατηρητήριου (paratiritíriou)
παρατηρητηρίων (paratiritiríon)
accusative παρατηρητήριο (paratiritírio) παρατηρητήρια (paratiritíria)
vocative παρατηρητήριο (paratiritírio) παρατηρητήρια (paratiritíria)
[edit]