παρατηρητήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]παρατηρώ (paratiró) + -τήριο (-tírio), with semantic loan from French observatoire.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]παρατηρητήριο • (paratiritírio) n (plural παρατηρητήρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρατηρητήριο (paratiritírio) | παρατηρητήρια (paratiritíria) |
genitive | παρατηρητηρίου (paratiritiríou) παρατηρητήριου (paratiritíriou) |
παρατηρητηρίων (paratiritiríon) |
accusative | παρατηρητήριο (paratiritírio) | παρατηρητήρια (paratiritíria) |
vocative | παρατηρητήριο (paratiritírio) | παρατηρητήρια (paratiritíria) |
Related terms
[edit]- παρατηρητής m (paratiritís, “observer, lookout”)
- and see: παρατηρώ (paratiró, “notice, observe”)