Jump to content

παραλληλόγραμμο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

παραλληλόγραμμο (parallilógrammon (plural παραλληλόγραμμα)

  1. (geometry) parallelogram

Declension

[edit]
Declension of παραλληλόγραμμο
singular plural
nominative παραλληλόγραμμο (parallilógrammo) παραλληλόγραμμα (parallilógramma)
genitive παραλληλογράμμου (parallilográmmou)
παραλληλόγραμμου (parallilógrammou)
παραλληλογράμμων (parallilográmmon)
accusative παραλληλόγραμμο (parallilógrammo) παραλληλόγραμμα (parallilógramma)
vocative παραλληλόγραμμο (parallilógrammo) παραλληλόγραμμα (parallilógramma)

See also

[edit]