Jump to content

παράνυφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

παράνυφος (parányfosm or f (plural παράνυφοι)

  1. Alternative form of παράνυμφος (paránymfos)

Declension

[edit]
Declension of παράνυφος
singular plural
nominative παράνυφος (parányfos) παράνυφοι (parányfoi)
genitive παρανύφου (paranýfou) παρανύφων (paranýfon)
accusative παράνυφο (parányfo) παρανύφους (paranýfous)
vocative παράνυφε (parányfe) παράνυφοι (parányfoi)