From Wiktionary, the free dictionary
ουσιαστικοποιώ • (ousiastikopoió ) (past ουσιαστικοποίησα , passive ουσιαστικοποιούμαι )
( grammar , linguistics ) to substantivise , nominalise ( UK ) , substantivize , nominalize ( US )
ουσιαστικοποιώ , ουσιαστικοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ουσιαστικοποιώ
ουσιαστικοποιήσω
ουσιαστικοποιούμαι
ουσιαστικοποιηθώ
2 sg
ουσιαστικοποιείς
ουσιαστικοποιήσεις
ουσιαστικοποιείσαι
ουσιαστικοποιηθείς
3 sg
ουσιαστικοποιεί
ουσιαστικοποιήσει
ουσιαστικοποιείται
ουσιαστικοποιηθεί
1 pl
ουσιαστικοποιούμε
ουσιαστικοποιήσουμε , [-ομε ]
ουσιαστικοποιούμαστε , ουσιαστικοποιόμαστε
ουσιαστικοποιηθούμε
2 pl
ουσιαστικοποιείτε
ουσιαστικοποιήσετε
ουσιαστικοποιείστε , (ουσιαστικοποιόσαστε )
ουσιαστικοποιηθείτε
3 pl
ουσιαστικοποιούν (ε )
ουσιαστικοποιήσουν (ε )
ουσιαστικοποιούνται
ουσιαστικοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ουσιαστικοποιούσα
ουσιαστικοποίησα
ουσιαστικοποιούμουν (α ), ουσιαστικοποιόμουν (α )
ουσιαστικοποιήθηκα
2 sg
ουσιαστικοποιούσες
ουσιαστικοποίησες
[ουσιαστικοποιούσουν (α )], ουσιαστικοποιόσουν (α )
ουσιαστικοποιήθηκες
3 sg
ουσιαστικοποιούσε
ουσιαστικοποίησε
ουσιαστικοποιούνταν , ουσιαστικοποιόταν (ε ), {ουσιαστικοποιείτο }
ουσιαστικοποιήθηκε
1 pl
ουσιαστικοποιούσαμε
ουσιαστικοποιήσαμε
ουσιαστικοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), ουσιαστικοποιόμασταν , (‑όμαστε )
ουσιαστικοποιηθήκαμε
2 pl
ουσιαστικοποιούσατε
ουσιαστικοποιήσατε
[ουσιαστικοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], ουσιαστικοποιόσασταν , (‑όσαστε )
ουσιαστικοποιηθήκατε
3 pl
ουσιαστικοποιούσαν (ε )
ουσιαστικοποίησαν , ουσιαστικοποιήσαν (ε )
ουσιαστικοποιούνταν , ουσιαστικοποιόνταν (ε ), (ουσιαστικοποιόντουσαν ), {ουσιαστικοποιούντο }
ουσιαστικοποιήθηκαν , ουσιαστικοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ουσιαστικοποιώ ➤
θα ουσιαστικοποιήσω ➤
θα ουσιαστικοποιούμαι ➤
θα ουσιαστικοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ουσιαστικοποιείς , …
θα ουσιαστικοποιήσεις , …
θα ουσιαστικοποιείσαι , …
θα ουσιαστικοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ουσιαστικοποιήσει έχω, έχεις, … ουσιαστικοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ουσιαστικοποιηθεί είμαι , είσαι , … ουσιαστικοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ουσιαστικοποιήσει είχα, είχες, … ουσιαστικοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ουσιαστικοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … ουσιαστικοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ουσιαστικοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ουσιαστικοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ουσιαστικοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ουσιαστικοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ουσιαστικοποίησε
—
ουσιαστικοποιήσου
2 pl
ουσιαστικοποιείτε
ουσιαστικοποιήστε
ουσιαστικοποιείστε
ουσιαστικοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ουσιαστικοποιώντας ➤
ουσιαστικοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ουσιαστικοποιήσει ➤
ουσιαστικοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ουσιαστικοποιήσει
ουσιαστικοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.