ουσιαστικοποιήσεις
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ουσιαστικοποιήσεις • (ousiastikopoiíseis) f
- Nominative, accusative and vocative plural form of ουσιαστικοποίηση (ousiastikopoíisi).
ουσιαστικοποιήσεις • (ousiastikopoiíseis) f