ουσιαστικοποιούμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]ουσιαστικοποιούμαι • (ousiastikopoioúmai) passive (past ουσιαστικοποιήθηκα, active ουσιαστικοποιώ)
- passive of ουσιαστικοποιώ (ousiastikopoió)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.