ονοματεπώνυμο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ονοματ- (onomat-) +‎ επώνυμο (epónymo).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /onomateˈponimo/
  • Hyphenation: ο‧νο‧μα‧τε‧πώ‧νυ‧μο

Noun

[edit]

ονοματεπώνυμο (onomatepónymon (plural ονοματεπώνυμα)

  1. full name

Declension

[edit]
singular plural
nominative ονοματεπώνυμο (onomatepónymo) ονοματεπώνυμα (onomatepónyma)
genitive ονοματεπωνύμου (onomateponýmou)
ονοματεπώνυμου (onomatepónymou)
ονοματεπωνύμων (onomateponýmon)
accusative ονοματεπώνυμο (onomatepónymo) ονοματεπώνυμα (onomatepónyma)
vocative ονοματεπώνυμο (onomatepónymo) ονοματεπώνυμα (onomatepónyma)

The genitive form ονοματεπώνυμου is common