Jump to content

ολυμπιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek Ὀλυμπιακόν ἔτος (Olumpiakón étos, Olympic year) with semantic loan from French olympique in relation to the Olympic Games.[1] By surface analysis, Ολύμπια (Olýmpia) +‎ -ακός (-akós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /o.lim.bi.aˈkos/
  • Hyphenation: ο‧λυ‧μπι‧α‧κός
  • Old Hyphenation: ο‧λυμ‧πι‧α‧κός

Adjective

[edit]

ολυμπιακός (olympiakósm (feminine ολυμπιακή, neuter ολυμπιακό)

  1. Olympic (of or pertaining to the Olympic Games)
    Ολυμπιακοί ΑγώνεςOlympiakoí AgónesOlympic Games
  2. for the sports club and its fans, see Ολυμπιακός (Olympiakós)

Declension

[edit]
Declension of ολυμπιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολυμπιακός (olympiakós) ολυμπιακή (olympiakí) ολυμπιακό (olympiakó) ολυμπιακοί (olympiakoí) ολυμπιακές (olympiakés) ολυμπιακά (olympiaká)
genitive ολυμπιακού (olympiakoú) ολυμπιακής (olympiakís) ολυμπιακού (olympiakoú) ολυμπιακών (olympiakón) ολυμπιακών (olympiakón) ολυμπιακών (olympiakón)
accusative ολυμπιακό (olympiakó) ολυμπιακή (olympiakí) ολυμπιακό (olympiakó) ολυμπιακούς (olympiakoús) ολυμπιακές (olympiakés) ολυμπιακά (olympiaká)
vocative ολυμπιακέ (olympiaké) ολυμπιακή (olympiakí) ολυμπιακό (olympiakó) ολυμπιακοί (olympiakoí) ολυμπιακές (olympiakés) ολυμπιακά (olympiaká)

References

[edit]
  1. ^ ολυμπιακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language