ξερασμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of ξερνιέμαι (xerniémai), passive voice of ξερνάω, ξερνώ (“vomit”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]ξερασμένος • (xerasménos) m (feminine ξερασμένη, neuter ξερασμένο)
Declension
[edit]Declension of ξερασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξερασμένος • | ξερασμένη • | ξερασμένο • | ξερασμένοι • | ξερασμένες • | ξερασμένα • |
genitive | ξερασμένου • | ξερασμένης • | ξερασμένου • | ξερασμένων • | ξερασμένων • | ξερασμένων • |
accusative | ξερασμένο • | ξερασμένη • | ξερασμένο • | ξερασμένους • | ξερασμένες • | ξερασμένα • |
vocative | ξερασμένε • | ξερασμένη • | ξερασμένο • | ξερασμένοι • | ξερασμένες • | ξερασμένα • |