Jump to content

ξερασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of ξερνιέμαι (xerniémai), passive voice of ξερνάω, ξερνώ (vomit).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kse.ɾaˈzme.nos/
  • Hyphenation: ξε‧ρα‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

ξερασμένος (xerasménosm (feminine ξερασμένη, neuter ξερασμένο)

  1. vomited

Declension

[edit]
Declension of ξερασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξερασμένος (xerasménos) ξερασμένη (xerasméni) ξερασμένο (xerasméno) ξερασμένοι (xerasménoi) ξερασμένες (xerasménes) ξερασμένα (xerasména)
genitive ξερασμένου (xerasménou) ξερασμένης (xerasménis) ξερασμένου (xerasménou) ξερασμένων (xerasménon) ξερασμένων (xerasménon) ξερασμένων (xerasménon)
accusative ξερασμένο (xerasméno) ξερασμένη (xerasméni) ξερασμένο (xerasméno) ξερασμένους (xerasménous) ξερασμένες (xerasménes) ξερασμένα (xerasména)
vocative ξερασμένε (xerasméne) ξερασμένη (xerasméni) ξερασμένο (xerasméno) ξερασμένοι (xerasménoi) ξερασμένες (xerasménes) ξερασμένα (xerasména)