νιτροποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]νίτρο (nítro, “nitre”) + -ποίηση (-poíisi, “-fication”), calque of French nitrification.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]νιτροποίηση • (nitropoíisi) f (plural νιτροποιήσεις)
Declension
[edit]Declension of νιτροποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | νιτροποίηση • | νιτροποιήσεις • | |
genitive | νιτροποίησης • | νιτροποιήσεων • | |
accusative | νιτροποίηση • | νιτροποιήσεις • | |
vocative | νιτροποίηση • | νιτροποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: νιτροποιήσεως • |
Antonyms
[edit]- απονιτροποίηση f (aponitropoíisi, “denitrification”)