μύτη (mýti) + -άκι (-áki).
- IPA(key): /miˈtaci/
- Hyphenation: μυ‧τά‧κι
μυτάκι • (mytáki) n (plural μυτάκια)
- diminutive of μύτη (mýti, “nose”)
Declension of μυτάκι
|
singular
|
plural
|
nominative
|
μυτάκι •
|
μυτάκια •
|
genitive
|
—
|
—
|
accusative
|
μυτάκι •
|
μυτάκια •
|
vocative
|
μυτάκι •
|
μυτάκια •
|
- μυτάρα f (mytára) (augmentative)