μυστήριο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek μυστήριον (mustḗrion).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μυστήριο • (mystírio) n (plural μυστήρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μυστήριο (mystírio) | μυστήρια (mystíria) |
genitive | μυστηρίου (mystiríou) μυστήριου (mystíriou) |
μυστηρίων (mystiríon) |
accusative | μυστήριο (mystírio) | μυστήρια (mystíria) |
vocative | μυστήριο (mystírio) | μυστήρια (mystíria) |
Derived terms
[edit]- μυστηριώδης (mystiriódis, “mysterious”)
References
[edit]- ^ μυστήριο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language