Jump to content

μονοτονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μονοτονικός (monotonikósm (feminine μονοτονική, neuter μονοτονικό)

  1. (grammar) monotonic (the diacritic system introduced in Greece in 1982)

Declension

[edit]
Declension of μονοτονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονοτονικός (monotonikós) μονοτονική (monotonikí) μονοτονικό (monotonikó) μονοτονικοί (monotonikoí) μονοτονικές (monotonikés) μονοτονικά (monotoniká)
genitive μονοτονικού (monotonikoú) μονοτονικής (monotonikís) μονοτονικού (monotonikoú) μονοτονικών (monotonikón) μονοτονικών (monotonikón) μονοτονικών (monotonikón)
accusative μονοτονικό (monotonikó) μονοτονική (monotonikí) μονοτονικό (monotonikó) μονοτονικούς (monotonikoús) μονοτονικές (monotonikés) μονοτονικά (monotoniká)
vocative μονοτονικέ (monotoniké) μονοτονική (monotonikí) μονοτονικό (monotonikó) μονοτονικοί (monotonikoí) μονοτονικές (monotonikés) μονοτονικά (monotoniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μονοτονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μονοτονικός, etc.)

See also

[edit]