μονοτονικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]μονοτονικά • (monotoniká)
- nominative neuter plural of μονοτονικός (monotonikós)
- accusative neuter plural of μονοτονικός (monotonikós)
- vocative neuter plural of μονοτονικός (monotonikós)
μονοτονικά • (monotoniká)