Jump to content

πολυτονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πολυτονικός (polytonikósm (feminine πολυτονική, neuter πολυτονικό)

  1. (grammar) polytonic (the diacritic system used in Greece before 1982)

Declension

[edit]
Declension of πολυτονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολυτονικός (polytonikós) πολυτονική (polytonikí) πολυτονικό (polytonikó) πολυτονικοί (polytonikoí) πολυτονικές (polytonikés) πολυτονικά (polytoniká)
genitive πολυτονικού (polytonikoú) πολυτονικής (polytonikís) πολυτονικού (polytonikoú) πολυτονικών (polytonikón) πολυτονικών (polytonikón) πολυτονικών (polytonikón)
accusative πολυτονικό (polytonikó) πολυτονική (polytonikí) πολυτονικό (polytonikó) πολυτονικούς (polytonikoús) πολυτονικές (polytonikés) πολυτονικά (polytoniká)
vocative πολυτονικέ (polytoniké) πολυτονική (polytonikí) πολυτονικό (polytonikó) πολυτονικοί (polytonikoí) πολυτονικές (polytonikés) πολυτονικά (polytoniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυτονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυτονικός, etc.)

See also

[edit]