μονομαχία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]from Ancient Greek μονομαχία (monomakhía); μόνος (mónos, “single, alone”) + μάχομαι (mákhomai, “fight”).
Noun
[edit]μονομαχία • (monomachía) f (plural μονομαχίες)
- duel, joust
- dogfight (air combat)
- (figurative) confrontation (between two people or groups)
Declension
[edit]Declension of μονομαχία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονομαχία • | μονομαχίες • |
genitive | μονομαχίας • | μονομαχιών • |
accusative | μονομαχία • | μονομαχίες • |
vocative | μονομαχία • | μονομαχίες • |
Related terms
[edit]- μονομάχος m (monomáchos, “gladiator, duellist”)