Jump to content

μονομαχία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

from Ancient Greek μονομαχία (monomakhía); μόνος (mónos, single, alone) + μάχομαι (mákhomai, fight).

Noun

[edit]

μονομαχία (monomachíaf (plural μονομαχίες)

  1. duel, joust
  2. dogfight (air combat)
  3. (figurative) confrontation (between two people or groups)

Declension

[edit]
Declension of μονομαχία
singular plural
nominative μονομαχία (monomachía) μονομαχίες (monomachíes)
genitive μονομαχίας (monomachías) μονομαχιών (monomachión)
accusative μονομαχία (monomachía) μονομαχίες (monomachíes)
vocative μονομαχία (monomachía) μονομαχίες (monomachíes)
[edit]