Jump to content

μονοήμερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μονός (monós) +‎ ημέρα (iméra) +‎ -ος (-os)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /monoˈimeɾos/, [mo̞no̞ˈime̞ɾo̞s̠]
  • Hyphenation: μο‧νο‧ή‧με‧ρος

Adjective

[edit]

μονοήμερος (monoḯmerosm (feminine μονοήμερη, neuter μονοήμερο)

  1. one-day (lasting one day)

Declension

[edit]
Declension of μονοήμερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονοήμερος (monoḯmeros) μονοήμερη (monoḯmeri) μονοήμερο (monoḯmero) μονοήμεροι (monoḯmeroi) μονοήμερες (monoḯmeres) μονοήμερα (monoḯmera)
genitive μονοήμερου (monoḯmerou) μονοήμερης (monoḯmeris) μονοήμερου (monoḯmerou) μονοήμερων (monoḯmeron) μονοήμερων (monoḯmeron) μονοήμερων (monoḯmeron)
accusative μονοήμερο (monoḯmero) μονοήμερη (monoḯmeri) μονοήμερο (monoḯmero) μονοήμερους (monoḯmerous) μονοήμερες (monoḯmeres) μονοήμερα (monoḯmera)
vocative μονοήμερε (monoḯmere) μονοήμερη (monoḯmeri) μονοήμερο (monoḯmero) μονοήμεροι (monoḯmeroi) μονοήμερες (monoḯmeres) μονοήμερα (monoḯmera)
[edit]