Jump to content

μετρητός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek μετρητός (metrētós),[1] from the past stem μετρη- of μετράω / μετρώ (metráo / metró) + -τος (-tos).

Adjective

[edit]

μετρητός (metritósm (feminine μετρητή, neuter μετρητό)

  1. measurable, of that which can be measured

Declension

[edit]
Declension of μετρητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μετρητός (metritós) μετρητή (metrití) μετρητό (metritó) μετρητοί (metritoí) μετρητές (metrités) μετρητά (metritá)
genitive μετρητού (metritoú) μετρητής (metritís) μετρητού (metritoú) μετρητών (metritón) μετρητών (metritón) μετρητών (metritón)
accusative μετρητό (metritó) μετρητή (metrití) μετρητό (metritó) μετρητούς (metritoús) μετρητές (metrités) μετρητά (metritá)
vocative μετρητέ (metrité) μετρητή (metrití) μετρητό (metritó) μετρητοί (metritoí) μετρητές (metrités) μετρητά (metritá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μετρητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μετρητός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ μετρητός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language