Jump to content

μεταλλείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek μεταλλεῖα n pl (metalleîa).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /me.taˈli.o/
  • Hyphenation: με‧ταλ‧λεί‧ο

Noun

[edit]

μεταλλείο (metalleíon (plural μεταλλεία)

  1. ore mine
    Synonym: μεταλλωρυχείο n (metallorycheío)
    Hypernym: ορυχείο n (orycheío)

Declension

[edit]
Declension of μεταλλείο
singular plural
nominative μεταλλείο (metalleío) μεταλλεία (metalleía)
genitive μεταλλείου (metalleíou) μεταλλείων (metalleíon)
accusative μεταλλείο (metalleío) μεταλλεία (metalleía)
vocative μεταλλείο (metalleío) μεταλλεία (metalleía)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ μεταλλείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language