μεταλλείο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek μεταλλεῖα n pl (metalleîa).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μεταλλείο • (metalleío) n (plural μεταλλεία)
- ore mine
- Synonym: μεταλλωρυχείο n (metallorycheío)
- Hypernym: ορυχείο n (orycheío)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταλλείο (metalleío) | μεταλλεία (metalleía) |
genitive | μεταλλείου (metalleíou) | μεταλλείων (metalleíon) |
accusative | μεταλλείο (metalleío) | μεταλλεία (metalleía) |
vocative | μεταλλείο (metalleío) | μεταλλεία (metalleía) |
Related terms
[edit]- see: μέταλλο n (métallo, “metal”)
References
[edit]- ^ μεταλλείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language