μέταλλο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μέταλλο • (métallo) n (plural μέταλλα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μέταλλο (métallo) | μέταλλα (métalla) |
genitive | μετάλλου (metállou) μέταλλου (métallou) |
μετάλλων (metállon) |
accusative | μέταλλο (métallo) | μέταλλα (métalla) |
vocative | μέταλλο (métallo) | μέταλλα (métalla) |
Further reading
[edit]- μέταλλο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- μέταλλο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el