μέταλλο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

μέταλλο (métallon (plural μέταλλα)

  1. metal

Declension

[edit]
singular plural
nominative μέταλλο (métallo) μέταλλα (métalla)
genitive μετάλλου (metállou)
μέταλλου (métallou)
μετάλλων (metállon)
accusative μέταλλο (métallo) μέταλλα (métalla)
vocative μέταλλο (métallo) μέταλλα (métalla)

Further reading

[edit]