Jump to content

μελανοκύτταρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μελανο- (melano-, black) +‎ κύτταρο (kýttaro, cell)

Noun

[edit]

μελανοκύτταρο (melanokýttaron

  1. (biology) melanocyte

Declension

[edit]
Declension of μελανοκύτταρο
singular plural
nominative μελανοκύτταρο (melanokýttaro) μελανοκύτταρα (melanokýttara)
genitive μελανοκυττάρου (melanokyttárou)
μελανοκύτταρου (melanokýttarou)
μελανοκυττάρων (melanokyttáron)
accusative μελανοκύτταρο (melanokýttaro) μελανοκύτταρα (melanokýttara)
vocative μελανοκύτταρο (melanokýttaro) μελανοκύτταρα (melanokýttara)
[edit]

Further reading

[edit]