κύτταρο
Appearance
See also: κύτταρος
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κύτταρο • (kýttaro) n (plural κύτταρα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κύτταρο (kýttaro) | κύτταρα (kýttara) |
genitive | κυττάρου (kyttárou) κύτταρου (kýttarou) |
κυττάρων (kyttáron) |
accusative | κύτταρο (kýttaro) | κύτταρα (kýttara) |
vocative | κύτταρο (kýttaro) | κύτταρα (kýttara) |
Related terms
[edit]- κυτταρικός (kyttarikós, “cellular”)
- κυτταρίνη f (kyttaríni, “cellulose”)
- κυτταρίτιδα f (kyttarítida, “cellulite”)
- κυτταρολογία f (kyttarología, “cytology”)
- κυτταρόπλασμα n (kyttaróplasma, “cytoplasm”)
- κύτος n (kýtos, “hull”)
Further reading
[edit]- κύτταρο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language