κυτταρικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

from κύτταρο n (kýttaro, cell)

Adjective

[edit]

κυτταρικός (kyttarikósm (feminine κυτταρική, neuter κυτταρικό)

  1. (biology, cytology) cellular (relating to cells)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυτταρικός (kyttarikós) κυτταρική (kyttarikí) κυτταρικό (kyttarikó) κυτταρικοί (kyttarikoí) κυτταρικές (kyttarikés) κυτταρικά (kyttariká)
genitive κυτταρικού (kyttarikoú) κυτταρικής (kyttarikís) κυτταρικού (kyttarikoú) κυτταρικών (kyttarikón) κυτταρικών (kyttarikón) κυτταρικών (kyttarikón)
accusative κυτταρικό (kyttarikó) κυτταρική (kyttarikí) κυτταρικό (kyttarikó) κυτταρικούς (kyttarikoús) κυτταρικές (kyttarikés) κυτταρικά (kyttariká)
vocative κυτταρικέ (kyttariké) κυτταρική (kyttarikí) κυτταρικό (kyttarikó) κυτταρικοί (kyttarikoí) κυτταρικές (kyttarikés) κυτταρικά (kyttariká)
[edit]