κυτταρική
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]κυτταρική • (kyttarikí)
- nominative feminine singular of κυτταρικός (kyttarikós)
- accusative feminine singular of κυτταρικός (kyttarikós)
- vocative feminine singular of κυτταρικός (kyttarikós)
κυτταρική • (kyttarikí)