Jump to content

μαχαιροπήρουνο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Dvandva compounds of μαχαίρι (machaíri, knife) +‎ -ο- (-o-) +‎ πιρούνι (piroúni, fork).

Noun

[edit]

μαχαιροπήρουνο (machairopírounon (plural μαχαιροπήρουνα) (usually plural)

  1. Alternative form of μαχαιροπίρουνο (machairopírouno)

Declension

[edit]
Declension of μαχαιροπήρουνο
singular plural
nominative μαχαιροπήρουνο (machairopírouno) μαχαιροπήρουνα (machairopírouna)
genitive μαχαιροπήρουνου (machairopírounou) μαχαιροπήρουνων (machairopírounon)
accusative μαχαιροπήρουνο (machairopírouno) μαχαιροπήρουνα (machairopírouna)
vocative μαχαιροπήρουνο (machairopírouno) μαχαιροπήρουνα (machairopírouna)