ληξιαρχείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek ληξιαρχείον (lēxiarkheíon), from λῆξις (< λήγω) + ἀρχεῖον (< ἄρχω).
Noun
[edit]ληξιαρχείο • (lixiarcheío) n (plural ληξιαρχεία)
- civil register office
Declension
[edit]Declension of ληξιαρχείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ληξιαρχείο • | ληξιαρχεία • |
genitive | ληξιαρχείου • | ληξιαρχείων • |
accusative | ληξιαρχείο • | ληξιαρχεία • |
vocative | ληξιαρχείο • | ληξιαρχεία • |
Related terms
[edit]- ληξιαρχικός (lixiarchikós, “related to civil registration”, adjective)
- ληξίαρχος m (lixíarchos, “the employee of the civil registration office”)