λατρευτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Byzantine Greek λατρευτικός (latreutikós), from Koine Greek λατρευτικός (latreutikós, “servile”).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]λατρευτικός • (latreftikós) m (feminine λατρευτική, neuter λατρευτικό)
- (religion) devotional, adorational, of worship
Declension
[edit]Declension of λατρευτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λατρευτικός • | λατρευτική • | λατρευτικό • | λατρευτικοί • | λατρευτικές • | λατρευτικά • |
genitive | λατρευτικού • | λατρευτικής • | λατρευτικού • | λατρευτικών • | λατρευτικών • | λατρευτικών • |
accusative | λατρευτικό • | λατρευτική • | λατρευτικό • | λατρευτικούς • | λατρευτικές • | λατρευτικά • |
vocative | λατρευτικέ • | λατρευτική • | λατρευτικό • | λατρευτικοί • | λατρευτικές • | λατρευτικά • |
Related terms
[edit]- see: λατρεύω (latrévo)
References
[edit]- ^ λατρευτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language