κυκλωτικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from κύκλω(ση) (kýklo(si)) + -τικός (-tikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]κυκλωτικός • (kyklotikós) m (feminine κυκλωτική, neuter κυκλωτικό)
- encircling
- μια κυκλωτική κίνηση ― mia kyklotikí kínisi ― an encircling movement
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κυκλωτικός (kyklotikós) | κυκλωτική (kyklotikí) | κυκλωτικό (kyklotikó) | κυκλωτικοί (kyklotikoí) | κυκλωτικές (kyklotikés) | κυκλωτικά (kyklotiká) | |
genitive | κυκλωτικού (kyklotikoú) | κυκλωτικής (kyklotikís) | κυκλωτικού (kyklotikoú) | κυκλωτικών (kyklotikón) | κυκλωτικών (kyklotikón) | κυκλωτικών (kyklotikón) | |
accusative | κυκλωτικό (kyklotikó) | κυκλωτική (kyklotikí) | κυκλωτικό (kyklotikó) | κυκλωτικούς (kyklotikoús) | κυκλωτικές (kyklotikés) | κυκλωτικά (kyklotiká) | |
vocative | κυκλωτικέ (kyklotiké) | κυκλωτική (kyklotikí) | κυκλωτικό (kyklotikó) | κυκλωτικοί (kyklotikoí) | κυκλωτικές (kyklotikés) | κυκλωτικά (kyklotiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυκλωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυκλωτικός, etc.)
Derived terms
[edit]- κυκλωτικά (kyklotiká, adverb)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ κυκλωτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language