Jump to content

κτηνίατρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

κτηνίατρος (ktiníatrosm or f (plural κτηνίατροι)

  1. vet, veterinary surgeon

Declension

[edit]
Declension of κτηνίατρος
singular plural
nominative κτηνίατρος (ktiníatros) κτηνίατροι (ktiníatroi)
genitive κτηνίατρου (ktiníatrou)
κτηνιάτρου (ktiniátrou)
κτηνίατρων (ktiníatron)
κτηνιάτρων (ktiniátron)
accusative κτηνίατρο (ktiníatro) κτηνίατρους (ktiníatrous)
κτηνιάτρους (ktiniátrous)
vocative κτηνίατρε (ktiníatre) κτηνίατροι (ktiníatroi)

Second forms are formal. 

[edit]

Further reading

[edit]