κτηνίατρος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κτηνίατρος • (ktiníatros) m or f (plural κτηνίατροι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κτηνίατρος (ktiníatros) | κτηνίατροι (ktiníatroi) |
genitive | κτηνίατρου (ktiníatrou) κτηνιάτρου (ktiniátrou) |
κτηνίατρων (ktiníatron) κτηνιάτρων (ktiniátron) |
accusative | κτηνίατρο (ktiníatro) | κτηνίατρους (ktiníatrous) κτηνιάτρους (ktiniátrous) |
vocative | κτηνίατρε (ktiníatre) | κτηνίατροι (ktiníatroi) |
Second forms are formal.
Related terms
[edit]- αρχικτηνίατρος m or f (archiktiníatros, “chief vet”)
- αστυκτηνίατρος m or f (astyktiníatros, “municipal vet”)
- and see: κτήνος m (ktínos, “animal”)
Further reading
[edit]- κτηνίατρος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- κτηνίατρος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language