Jump to content

αρχικτηνίατρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχικτηνίατρος (archiktiníatrosm (plural αρχικτηνίατροι)

  1. chief veterinary surgeon
  2. (military) chief veterinary officer

Declension

[edit]
Declension of αρχικτηνίατρος
singular plural
nominative αρχικτηνίατρος (archiktiníatros) αρχικτηνίατροι (archiktiníatroi)
genitive αρχικτηνίατρου (archiktiníatrou)
αρχικτηνιάτρου (archiktiniátrou)
αρχικτηνίατρων (archiktiníatron)
αρχικτηνιάτρων (archiktiniátron)
accusative αρχικτηνίατρο (archiktiníatro) αρχικτηνίατρους (archiktiníatrous)
αρχικτηνιάτρους (archiktiniátrous)
vocative αρχικτηνίατρε (archiktiníatre) αρχικτηνίατροι (archiktiníatroi)

Second forms are formal. 

[edit]

Further reading

[edit]