κρασοπότηρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κρασοπότηρο • (krasopótiro) n (plural κρασοπότηρα)
Usage notes
[edit]- Compare:
- ποτήρι κρασιού n (potíri krasioú, “wine glass”)
- ποτήρι του κρασιού n (potíri tou krasioú, “wine glass”)
- ποτήρι κρασί n (potíri krasí, “glass of wine”)
Declension
[edit]Declension of κρασοπότηρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κρασοπότηρο • | κρασοπότηρα • |
genitive | κρασοπότηρου • | κρασοπότηρων • |
accusative | κρασοπότηρο • | κρασοπότηρα • |
vocative | κρασοπότηρο • | κρασοπότηρα • |
Synonyms
[edit]- ποτήρι κρασιού n (potíri krasioú)
Related terms
[edit]- see: ποτό n (potó, “beverage, drink”)