Jump to content

κοροϊδευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From κοροϊδεύ(ω) (koroïdév(o)) +‎ -τικός (-tikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ko.ɾoi̯.ðe.ftiˈkos/
  • Hyphenation: κο‧ροϊ‧δευ‧τι‧κός

Adjective

[edit]

κοροϊδευτικός (koroïdeftikósm (feminine κοροϊδευτική, neuter κοροϊδευτικό)

  1. mocking
    Synonyms: χλευαστικός (chlevastikós), περιγελαστικός (perigelastikós)

Declension

[edit]
Declension of κοροϊδευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κοροϊδευτικός (koroïdeftikós) κοροϊδευτική (koroïdeftikí) κοροϊδευτικό (koroïdeftikó) κοροϊδευτικοί (koroïdeftikoí) κοροϊδευτικές (koroïdeftikés) κοροϊδευτικά (koroïdeftiká)
genitive κοροϊδευτικού (koroïdeftikoú) κοροϊδευτικής (koroïdeftikís) κοροϊδευτικού (koroïdeftikoú) κοροϊδευτικών (koroïdeftikón) κοροϊδευτικών (koroïdeftikón) κοροϊδευτικών (koroïdeftikón)
accusative κοροϊδευτικό (koroïdeftikó) κοροϊδευτική (koroïdeftikí) κοροϊδευτικό (koroïdeftikó) κοροϊδευτικούς (koroïdeftikoús) κοροϊδευτικές (koroïdeftikés) κοροϊδευτικά (koroïdeftiká)
vocative κοροϊδευτικέ (koroïdeftiké) κοροϊδευτική (koroïdeftikí) κοροϊδευτικό (koroïdeftikó) κοροϊδευτικοί (koroïdeftikoí) κοροϊδευτικές (koroïdeftikés) κοροϊδευτικά (koroïdeftiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοροϊδευτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοροϊδευτικός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ κοροϊδευτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language