κοκκινολάχανο
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]Etymology
[edit]From κόκκινος (kókkinos, “red”) + λάχανο (láchano, “cabbage”).
Noun
[edit]κοκκινολάχανο • (kokkinoláchano) n (plural κοκκινολάχανα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοκκινολάχανο (kokkinoláchano) | κοκκινολάχανα (kokkinoláchana) |
genitive | κοκκινολάχανου (kokkinoláchanou) | κοκκινολάχανων (kokkinoláchanon) |
accusative | κοκκινολάχανο (kokkinoláchano) | κοκκινολάχανα (kokkinoláchana) |
vocative | κοκκινολάχανο (kokkinoláchano) | κοκκινολάχανα (kokkinoláchana) |
Related terms
[edit]- λάχανο n (láchano, “cabbage”)
- see: κόκκινος (kókkinos, “red”, adjective)
- and see: λαχανικό n (lachanikó, “vegetable”)