Jump to content

κοκκινολάχανο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From κόκκινος (kókkinos, red) +‎ λάχανο (láchano, cabbage).

Noun

[edit]

κοκκινολάχανο (kokkinoláchanon (plural κοκκινολάχανα)

  1. red cabbage

Declension

[edit]
Declension of κοκκινολάχανο
singular plural
nominative κοκκινολάχανο (kokkinoláchano) κοκκινολάχανα (kokkinoláchana)
genitive κοκκινολάχανου (kokkinoláchanou) κοκκινολάχανων (kokkinoláchanon)
accusative κοκκινολάχανο (kokkinoláchano) κοκκινολάχανα (kokkinoláchana)
vocative κοκκινολάχανο (kokkinoláchano) κοκκινολάχανα (kokkinoláchana)
[edit]