From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Koine Greek κοινοποιῶ ( koinopoiô ) .[ 1] By surface analysis , κοινός ( koinós ) + -ποιώ ( -poió )
IPA (key ) : /ci.no.piˈo/
Hyphenation: κοι‧νο‧ποι‧ώ
κοινοποιώ • (koinopoió ) (past κοινοποίησα , passive κοινοποιούμαι , p‑past κοινοποιήθηκα , ppp κοινοποιημένος ) ( transitive )
to communicate ( to impart or transmit (information or knowledge); to make known )
Synonym: γνωστοποιώ ( gnostopoió )
( Internet ) to share
κοινοποιώ , κοινοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κοινοποιώ
κοινοποιήσω
κοινοποιούμαι
κοινοποιηθώ
2 sg
κοινοποιείς
κοινοποιήσεις
κοινοποιείσαι
κοινοποιηθείς
3 sg
κοινοποιεί
κοινοποιήσει
κοινοποιείται
κοινοποιηθεί
1 pl
κοινοποιούμε
κοινοποιήσουμε , [-ομε ]
κοινοποιούμαστε , κοινοποιόμαστε
κοινοποιηθούμε
2 pl
κοινοποιείτε
κοινοποιήσετε
κοινοποιείστε , (κοινοποιόσαστε )
κοινοποιηθείτε
3 pl
κοινοποιούν (ε )
κοινοποιήσουν (ε )
κοινοποιούνται
κοινοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κοινοποιούσα
κοινοποίησα
κοινοποιούμουν (α ), κοινοποιόμουν (α )
κοινοποιήθηκα
2 sg
κοινοποιούσες
κοινοποίησες
[κοινοποιούσουν (α )], κοινοποιόσουν (α )
κοινοποιήθηκες
3 sg
κοινοποιούσε
κοινοποίησε
κοινοποιούνταν , κοινοποιόταν (ε ), {κοινοποιείτο }
κοινοποιήθηκε
1 pl
κοινοποιούσαμε
κοινοποιήσαμε
κοινοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), κοινοποιόμασταν , (‑όμαστε )
κοινοποιηθήκαμε
2 pl
κοινοποιούσατε
κοινοποιήσατε
[κοινοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], κοινοποιόσασταν , (‑όσαστε )
κοινοποιηθήκατε
3 pl
κοινοποιούσαν (ε )
κοινοποίησαν , κοινοποιήσαν (ε )
κοινοποιούνταν , κοινοποιόνταν (ε ), (κοινοποιόντουσαν ), {κοινοποιούντο }
κοινοποιήθηκαν , κοινοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κοινοποιώ ➤
θα κοινοποιήσω ➤
θα κοινοποιούμαι ➤
θα κοινοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κοινοποιείς , …
θα κοινοποιήσεις , …
θα κοινοποιείσαι , …
θα κοινοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κοινοποιήσει έχω, έχεις, … κοινοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κοινοποιηθεί είμαι , είσαι , … κοινοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κοινοποιήσει είχα, είχες, … κοινοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κοινοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … κοινοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … κοινοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … κοινοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κοινοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κοινοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
κοινοποίησε
—
κοινοποιήσου
2 pl
κοινοποιείτε
κοινοποιήστε
κοινοποιείστε
κοινοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κοινοποιώντας ➤
κοινοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας κοινοποιήσει ➤
κοινοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κοινοποιήσει
κοινοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.