From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from γνωστ(ός) ( gnost(ós) ) + -ο- ( -o- ) + -ποιώ ( -poió ) , with semantic loan from German bekanntmachen .[ 1]
IPA (key ) : /ɣno.sto.piˈo/
Hyphenation: γνω‧στο‧ποι‧ώ
γνωστοποιώ • (gnostopoió ) active (past γνωστοποίησα , passive γνωστοποιούμαι , p‑past γνωστοποιήθηκα , ppp γνωστοποιημένος )
( transitive ) to make known , to announce
γνωστοποιώ , γνωστοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
γνωστοποιώ
γνωστοποιήσω
γνωστοποιούμαι
γνωστοποιηθώ
2 sg
γνωστοποιείς
γνωστοποιήσεις
γνωστοποιείσαι
γνωστοποιηθείς
3 sg
γνωστοποιεί
γνωστοποιήσει
γνωστοποιείται
γνωστοποιηθεί
1 pl
γνωστοποιούμε
γνωστοποιήσουμε , [-ομε ]
γνωστοποιούμαστε , γνωστοποιόμαστε
γνωστοποιηθούμε
2 pl
γνωστοποιείτε
γνωστοποιήσετε
γνωστοποιείστε , (γνωστοποιόσαστε )
γνωστοποιηθείτε
3 pl
γνωστοποιούν (ε )
γνωστοποιήσουν (ε )
γνωστοποιούνται
γνωστοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
γνωστοποιούσα
γνωστοποίησα
γνωστοποιούμουν (α ), γνωστοποιόμουν (α )
γνωστοποιήθηκα
2 sg
γνωστοποιούσες
γνωστοποίησες
[γνωστοποιούσουν (α )], γνωστοποιόσουν (α )
γνωστοποιήθηκες
3 sg
γνωστοποιούσε
γνωστοποίησε
γνωστοποιούνταν , γνωστοποιόταν (ε ), {γνωστοποιείτο }
γνωστοποιήθηκε
1 pl
γνωστοποιούσαμε
γνωστοποιήσαμε
γνωστοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), γνωστοποιόμασταν , (‑όμαστε )
γνωστοποιηθήκαμε
2 pl
γνωστοποιούσατε
γνωστοποιήσατε
[γνωστοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], γνωστοποιόσασταν , (‑όσαστε )
γνωστοποιηθήκατε
3 pl
γνωστοποιούσαν (ε )
γνωστοποίησαν , γνωστοποιήσαν (ε )
γνωστοποιούνταν , γνωστοποιόνταν (ε ), (γνωστοποιόντουσαν ), {γνωστοποιούντο }
γνωστοποιήθηκαν , γνωστοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα γνωστοποιώ ➤
θα γνωστοποιήσω ➤
θα γνωστοποιούμαι ➤
θα γνωστοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα γνωστοποιείς , …
θα γνωστοποιήσεις , …
θα γνωστοποιείσαι , …
θα γνωστοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … γνωστοποιήσει έχω, έχεις, … γνωστοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … γνωστοποιηθεί είμαι , είσαι , … γνωστοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … γνωστοποιήσει είχα, είχες, … γνωστοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … γνωστοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … γνωστοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … γνωστοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … γνωστοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … γνωστοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … γνωστοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
γνωστοποίησε
—
γνωστοποιήσου
2 pl
γνωστοποιείτε
γνωστοποιήστε
γνωστοποιείστε
γνωστοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
γνωστοποιώντας ➤
γνωστοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας γνωστοποιήσει ➤
γνωστοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
γνωστοποιήσει
γνωστοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.