καταντάω
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- καταντώ (katantó) (not common variant)
Etymology
[edit]From the modern καταντ(ώ) (katant(ó)) + -άω (-áo). From the Hellenistic Koine Greek καταντῶ (katantô), contracted form of καταντάω (katantáo, “arrive at a point, come down to”), from κατά (katá) + ἀντῶ (antô, “I am opposite to”), uncontracted ἀντάω (antáō), from ἀντί (antí).[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]καταντάω • (katantáo) / καταντώ (imperfect καταντούσα, past κατάντησα/κατήντησα, passive —, ppp καταντημένος)
- (intransitive) to end up, be reduced to, lower oneself to (to degenerate into an undesired state or condition)
- Για να θρέψει τα παιδιά της, κατάντησε πόρνη.
- Gia na thrépsei ta paidiá tis, katántise pórni.
- In order to feed her children, she was reduced to becoming a prostitute.
- Έχει καταντήσει αηδία η κατάσταση εδώ.
- Échei katantísei aïdía i katástasi edó.
- The situation here has become disgraceful.
- Άρχισε να πίνει μια μπύρα το βράδυ και τελικά κατάντησε αλκοολικός.
- Árchise na pínei mia býra to vrády kai teliká katántise alkoolikós.
- He started drinking one beer a night and eventually ended up as an alcoholic.
- Στο τέλος, θα καταντήσουμε να ζητιανεύουμε στους δρόμους αν μας κόψουν και πάλι τον μισθό.
- Sto télos, tha katantísoume na zitianévoume stous drómous an mas kópsoun kai páli ton misthó.
- In the end, we'll be reduced to begging in the streets if they cut our salaries again.
- H πολλή οικονομία καταντάει τσιγκουνιά.
- H pollí oikonomía katantáei tsigkouniá.
- Too much thrift degenerates into avarice.
- (transitive) to make, reduce to, drive (to cause someone or something to degenerate into an undesired state or condition)
- Τον έχει καταντήσει τρελό με τα καμώματά της.
- Ton échei katantísei treló me ta kamómatá tis.
- She's driven him mad with her antics.
- Η έλλειψη φαγητού τον κατάντησε ζητιάνο.
- I élleipsi fagitoú ton katántise zitiáno.
- The lack of food made a beggar of him.
Conjugation
[edit]καταντάω / καταντώ (active forms only plus passive perfect participle)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | καταντάω, καταντώ | καταντήσω | ||
2 sg | καταντάς | καταντήσεις | ||
3 sg | καταντάει, καταντά | καταντήσει | ||
1 pl | καταντάμε, καταντούμε | καταντήσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | καταντάτε | καταντήσετε | ||
3 pl | καταντάνε, καταντάν, καταντούν(ε) | καταντήσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | καταντούσα1, κατάνταγα | κατάντησα, κατήντησα | ||
2 sg | καταντούσες, κατάνταγες | κατάντησες, κατήντησες | ||
3 sg | καταντούσε, κατάνταγε | κατάντησε, κατήντησε | ||
1 pl | καταντούσαμε, καταντάγαμε | καταντήσαμε | ||
2 pl | καταντούσατε, καταντάγατε | καταντήσατε | ||
3 pl | καταντούσαν(ε), κατάνταγαν, (καταντάγανε) | κατάντησαν, καταντήσαν(ε), κατήντησαν | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα καταντάω, θα καταντώ ➤ | θα καταντήσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα καταντάς, … | θα καταντήσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … καταντήσει | είμαι, είσαι, … καταντημένος, ‑η, ‑ο ➤ (also passive voice) | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … καταντήσει | ήμουν, ήσουν, … καταντημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … καταντήσει | θα είμαι, θα είσαι, … καταντημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | κατάντα, κατάνταγε | κατάντησε, κατάντα | ||
2 pl | καταντάτε | καταντήστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | καταντώντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας καταντήσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | καταντημένος, ‑η, ‑ο ➤ | |||
Nonfinite form ➤ | καταντήσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The first forms of imperfect -ούσα, -ούσες are more common. • 3rd persons singular, also as impersonal • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]Derived terms
[edit]- κατάντημα n (katántima, “sorry state, plight, misery”)
- κατάντια f (katántia, “sorry state, plight, misery”)
References
[edit]- ^ The template Template:R:Babiniotis 2010 does not use the parameter(s):
2=καταντώ
Please see Module:checkparams for help with this warning.καταντώ - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre